- Επτάνησα ή Επτάνησος
- Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά, Ζάκυνθο και Κύθηρα. Η επίσημη ονομασία του γεωγραφικού διαμερίσματος είναι Ιόνιοι Νήσοι (βλ. λ.), χωρίς όμως σε αυτό να περιλαμβάνονται τα Κύθηρα, που σήμερα υπάγονται στη νομαρχία Πειραιώς. Η ονομασία Ε. οφείλεται στον αριθμό των νησιών και επικράτησε κατά τους νεότερους χρόνους, όταν αυτά για μακρά περίοδο, κατά την κυριαρχία των Ενετών πρώτα και αργότερα των Άγγλων, αποτελούσαν κτήση με ενιαία διοίκηση. Αποτέλεσμα αυτής της ιστορικής πραγματικότητας είναι η πολιτιστική ομοιογένεια μεταξύ των νησιών. Τα Ε. περιβάλλονται και από άλλα μικρότερα νησιά, όπως οι Διαπόντιοι νήσοι (Οθωνοί, Ερεικούσα, Μαθράκι), που βρίσκονται ΒΔ της Κέρκυρας, οι Αντίπαξοι, ΝΑ των Παξών, το Μεγανήσι, ο Σκορπιός, ο Κάλαμος, ο Καστός, το Αρκούδι και η Άτοκος στην περιοχή Λευκάδας-Ιθάκης, οι Στροφάδες στα Ν της Ζακύνθου και τα Αντικύθηρα, ΝΑ των Κυθήρων. Την περίοδο της ενετοκρατίας και της γαλλικής κατοχής, στα Ε. ανήκαν και κτήσεις στην ηπειρωτική ακτή, όπως η Πάργα, που το 1819 πουλήθηκε από τους Άγγλους στον Αλή πασά των Ιωαννίνων.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα. Τα Ε. εκτείνονται κατά μήκος των δυτικών ακτών της ηπειρωτικής Ελλάδας, απ’ όπου αποχωρίστηκαν κατά τη δημιουργία του μεγάλου παράκτιου ρήγματος του Ιονίου πελάγους (Ιόνιος αύλακας), οπότε καταβυθίστηκε το μεταξύ τους έδαφος. Αυτό ήταν αποτέλεσμα των αλπικών πτυχώσεων, κατά τη διάρκεια του οποίου δημιουργήθηκαν οι ελληνίδες οροσειρές και οι ταφροειδείς εγκατακρημνίσεις. Έτσι δημιουργήθηκαν οι συχνά απόκρημνες ακτές των νησιών και τα τεράστια βάθη του Ιονίου πελάγους (55 μίλια Δ του ακρωτηρίου Ταίναρου βρίσκεται το μεγαλύτερο βάθος της Μεσογείου: 4.406 μ. που αποκαλείται φρέαρ της Μεσογείου.).
Η διάταξη των νησιών, από την Κέρκυρα που είναι η βορειότερη έως τη Ζάκυνθο, είναι ΒΔ-ΝΔ. Τα Κύθηρα γεωλογικά ανήκουν σε άλλη ζώνη.
Τα όρη των Ε., που αποτελούν τα δυτικότερα τμήματα των ελληνικών οροσειρών, είναι ψηλά ανάλογα με την έκταση των νησιών. Το ψηλότερο είναι ο Αίνος (1.628 μ.) που βρίσκεται στην Κεφαλονιά.
Ποταμοί δεν υπάρχουν στα Ε. ούτε λίμνες, μόνο χείμαρροι συναντώνται και ενίοτε λιμνοθάλασσες ή έλη (Ζάκυνθος). Υπάρχουν υπόγεια ύδατα καρστικής προέλευσης, αποτέλεσμα των καρστικών μορφών που δημιουργούνται μέσα στους ασβεστόλιθους και στους δολομίτες που δομούν τα όρη των νησιών (Κέρκυρα, Λευκάδα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος).
Τα πετρώματα των νησιών ανήκουν κυρίως σε δύο γεωτεκτονικές ενότητες: στη ζώνη Παξών και στην Ιόνιο ζώνη. Στη ζώνη Παξών ανήκουν τα νησιά Παξοί και Αντίπαξοι και τα κυριότερα όρη της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου, ενώ η ζώνη αυτή αποτελείται κυρίως από κρητιδικούς ασβεστόλιθους του παλαιοτριτογενούς, πάνω στους οποίους βρίσκονται σε ασυμφωνία τα στρώματα του ανώτερου μειόκαινου.
Η στρωματογραφική διάρθρωση της Ιόνιας ζώνης είναι, από τους αρχαιότερους προς τους νεότερους σχηματισμούς: α) ανώτεροι τριαδικοί μαύροι ασβεστόλιθοι και δολομίτες με γυροπορέλλες (στην Κέρκυρα είναι βιτουμενούχοι) με κοιτάσματα γύψων, β) ιουρασικοί ασβεστόλιθοι αμμωνιτοφόροι (λείπουν στη Ζάκυνθο), κονδυλώδεις μάργες, σχιστόλιθοι, κερατόλιθοι, ασβεστόλιθοι της Βίγλας, γ) κρητιδικοί ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι και ρουδιστοφόροι ασβεστόλιθοι, δ) ηωκαινικοί ασβεστόλιθοι με νουμμουλίτες και αλβεολίνες, ε) ηωκαινο-ολιγοκαινικός φλύσχης, κατά ταινίες (άργιλοι, μάργες, ψαμμίτες σε εναλλαγή), στ) μειοκαινικά και πλειοκαινικά στρώματα, κυρίως θαλάσσιας φάσης.
Μέσα στα νεογενή πετρώματα κυρίως της Κέρκυρας και της Ζακύνθου υπάρχουν κοιτάσματα γύψου, φακοί ορυκτού άλατος ή ορυκτοί υδρογονάνθρακες (ασφαλτομιγή πετρώματα στη Ζάκυνθο).
Η Ιόνια ζώνη είναι από τις κυριότερες σεισμικές περιοχές της Ελλάδας (Λευκάδα, Κεφαλονιά, Ιθάκη, Ζάκυνθος καθώς και τα δυτικά παράλια της Πελοποννήσου). Οι σεισμοί στην περιοχή είναι τεκτονικοί, όπως άλλωστε οι περισσότεροι της Ελλάδας, και οφείλονται στον μεγάλο κατατεμαχισμό της ελληνικής γης· στην Κεφαλονιά υπάρχουν δύο εστίες σεισμών, μία στη νοτιοανατολική της άκρη και μία κοντά στον βόρειο μυχό του κόλπου του Αργοστολίου. Οι σεισμοί των Ιονίων έφτασαν την τάξη μεγέθους 6,5-7 της μακροσεισμικής κλίμακας, ενώ το σύνηθες μέγεθος στην Ελλάδα είναι 3,5-4.
Τα Κύθηρα, από την αλλή πλευρά, έχουν τελείως διαφορετική μορφολογία και ανήκουν στην υποζώνη Τρίπολης.
Κλίμα. Η γεωγραφική θέση (όλα τα νησιά εκτός από τα Κύθηρα περιβρέχονται από το Ιόνιο πέλαγος) σε συνδυασμό με τα κέντρα ατμοσφαιρικής δράσης προσδίδουν στα Ε. κλίμα εξαιρετικά γλυκό κλίμα. Πολλοί ειδικοί το θεωρούν κατά πολύ ανώτερο από το φημισμένο κλίμα της γαλλικής Ριβιέρας. Ο χειμώνας είναι ήπιος, οι θερμοκρασίες σπάνια κατέρχονται υπό το μηδέν και σχεδόν ουδέποτε παρατηρείται ολικός παγετός. Αυτά οφείλονται στη μεγάλη συχνότητα των υφέσεων από τα δυτικά, στους σχετικά θερμούς νότιους και νοτιοδυτικούς ανέμους και στην προστατευτική επίδραση του ορεινού κεντρικού κορμού της Ελλάδας, ο οποίος αποτελεί φραγμό στους βόρειους και βορειοανατολικούς ψυχρούς ανέμους, που προκαλούνται κυρίως από αντικυκλωνικές επεκτάσεις.
Τους καλοκαιρινούς μήνες η θερμοκρασία δεν φτάνει σε πολύ ψηλές τιμές. Στη δροσερότητα του καλοκαιριού συντελούν η θάλασσα και το σύστημα των ανέμων που επικρατούν. Οι ψυχρότεροι μήνες του έτους είναι ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος, ενώ ο θερμότερος είναι ο Αύγουστος. Το ετήσιο θερμομετρικό εύρος κυμαίνεται γύρω στους 15°C, τιμή που χαρακτηρίζει το εύκρατο κλίμα με απόκλιση προς το θαλάσσιο.
Κατά το ψυχρό μισό του έτους επικρατούν άνεμοι νοτιοδυτικοί έως νοτιοανατολικοί, που γίνονται κατά τη διάρκεια του χειμώνα θυελλώδεις και προκαλούν σφοδρές τρικυμίες. Κατά το θερμό μισό η διείσδυση που επικρατεί είναι η βορειοδυτική και οφείλεται στο σύστημα των ετησίων (μελτέμια), που στην περιοχή αυτή πνέουν από τα ΒΔ. Στο Ιόνιο όμως τα μελτέμια είναι ασθενέστερα απ’ ό,τι στο Αιγαίο και πνέει συχνότερα η θαλάσσια αύρα.
Η σχετική υγρασία είναι μικρή στο νότιο τμήμα του Ιονίου (Ζάκυνθος) και αυξάνεται προς τον βορρά, με τις μεγαλύτερες τιμές στην Κέρκυρα, όπου, εκτός από τους θερινούς μήνες, υπερβαίνει τους 70° και, κατά το διάστημα Οκτωβρίου-Φεβρουαρίου τους 75° της υγρομετρικής κλίμακας.
Η νέφωση είναι γενικά μικρή, με προνομιούχα τη Ζάκυνθο, που συγκαταλέγεται στις περιοχές με την ελάχιστη νέφωση σε ολόκληρη στην Ελλάδα. Στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλονιά σημειώνεται ο μεγαλύτερος αριθμός αίθριων ημερών και ο αριθμός των ωρών ηλιοφάνειας παρουσιάζει τη μεγαλύτερη τιμή από όλα τα άλλα τμήματα της Ελλάδας, εκτός από τα Δωδεκάνησα. Η περιοχή των Ε. είναι από τις πιο βροχερές της Ελλάδας, με μέσο ετήσιο ύψος βροχής τα 1.000 με 1.200 χιλιοστά και υψηλότερες τιμές στα ορεινά τμήματα των μεγάλων νησιών. Αυτό οφείλεται στις υφέσεις που προέρχονται από τα Δ (συχνότερες από τον Οκτώβριο έως τον Μάρτιο) και στους υγρούς ανέμους του νότιου τομέα που πνέουν κατά την ψυχρή περίοδο του έτους. Πιο βροχερός μήνας είναι ο Δεκέμβριος και ακολουθούν ο Νοέμβριος και ο Ιανουάριος, με ξηρότερο τον Ιούλιο. Ωστόσο, η θερινή ξηρασία περιορίζεται σημαντικά στα Ε., με αποτέλεσμα να διατηρείται πλούσια βλάστηση, ιδιαίτερα στην Κέρκυρα. Το χιόνι σπανίζει και δεν διατηρείται στο έδαφος περισσότερο από μία έως δύο ημέρες. Τα πρώτα χιόνια πέφτουν συνήθως αρχές Δεκεμβρίου ή και αργότερα προς τα νότια, ενώ τα τελευταία στις αρχές Μαρτίου.
Από κλιματολογικής πλευράς, τα Ε. ανήκουν γενικά στον ωκεάνιο ή πορτογαλικό τύπο του μεσογειακού κλίματος, με ήπιους χειμώνες, δροσερά καλοκαίρια, άφθονες φθινοπωρινές και χειμερινές βροχές, μικρή νέφωση και μεγάλη ηλιοφάνεια.
Ιστορία. Τα Ε. παρουσιάζουν πλούσια ιστορία από τους αρχαιότατους χρόνους, αλλά το κάθε νησί έχει διαγράψει ανεξάρτητη ιστορική πορεία, η οποία περιέχεται στα ιδιαίτερα λήμματα. Κοινοί ιστορικοί δεσμοί ένωσαν τα Ε. κατά τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες, όταν αποτέλεσαν τμήμα της αυτοκρατορίας. Μέχρι τον 8o αι., η διοίκηση ήταν μάλλον σκιώδης και μόνο όταν δημιουργήθηκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιοχή ιδρύθηκε, το 809, το θέμα Κεφαλληνίας (και εγκαταστάθηκε στρατιωτική και πολιτική διοίκηση στα νησιά).
Από τον 11o αι., διάφοροι ηγεμόνες της Δύσης και πειρατές άρχισαν αλλεπάλληλες επιδρομές. Μεταξύ αυτών αναφέρεται ο αρχηγός των Νορμανδών της νότιας Ιταλίας, ο Ροβέρτος Γυϊσκάρδος, ο οποίος κατέλαβε την Κέρκυρα (1080) και ύστερα την Κεφαλονιά, νικήθηκε όμως από τους συμμάχους των Βυζαντινών, τους Βενετούς (1085). Στην Α’ Σταυροφορία, ο στόλος με διοικητή τον επίσκοπο της Πίζα λεηλάτησε τα νησιά (1103) και το 1147 ο Ρογήρος Β’ της Σικελίας, διάδοχος του Ροβέρτου, ανακατέλαβε την Κέρκυρα. Έπειτα από δύο χρόνια, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός επανέκτησε την Κέρκυρα και τα άλλα νησιά. Το 1185 ο Γουλιέλμος Β’ απέσπασε από τους Βυζαντινούς την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο και τις παραχώρησε στον ναύαρχο του Μαργκαριτόνε, ενώ η Κέρκυρα κατελήφθη το 1199 από τον Γενοβέζο πειρατή Λέοντα Βετράνο. Έτσι ξεκίνησε η μακρά περίοδος της κατοχής.
Όταν το 1204 οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, η Βενετία πήρε τα Ε. και παραχώρησε τα νησιά σε πολίτες της οι οποίοι είχαν στρατευτεί με δικές τους δαπάνες, εκτός από την Κέρκυρα, που έμεινε υπό την εποπτεία του Βενετού τοποτηρητή της Κωνσταντινούπολης. Η κατάληψη της νήσου επετεύχθη το 1205, ύστερα από σφοδρή αντίσταση των κατοίκων. Το 1214, ο Μιχαήλ Άγγελος Δούκας Κομνηνός, που είχε ιδρύσει το δεσποτάτο της Ηπείρου, κατέλαβε την Κέρκυρα. Το νησί αποτέλεσε μέρος του δεσποτάτου της Ηπείρου μέχρι το 1259, όταν ο δεσπότης Μιχαήλ Β’, επιδιώκοντας τη συμμαχία του βασιλιά της Σικελίας Μαμφρέδου Χοχενστάουφεν, του έδωσε για σύζυγο την κόρη του Ελένη και προίκα την Κέρκυρα. Μετά τον θάνατο του Μαμφρέδου, η νήσος περιήλθε στην κυριαρχία των Ανδηγαυών της Νάπολης (από το 1267 μέχρι το 1386). Η Κεφαλονιά, η Ζάκυνθος και η Ιθάκη είχαν περιέλθει στην κυριότητα του κόμη Ματθαίου Μάγιο, από τον ρωμαϊκό οίκο των Ορσίνι, οι οποίοι κυριάρχησαν μέχρι το 1324.
Από την εποχή αυτή, η ιστορία των Ε. είναι μία σειρά από διαρπαγές και επιδρομές Φράγκων ηγεμόνων. Μία νέα δυναστεία, των Τόκκων, εγκαθιδρύθηκε στη Ζάκυνθο, στην Κεφαλονιά και στη Λευκάδα και ο Λεονάρδος Τόκκος έγινε, το 1357, ηγεμόνας των Ε. (εκτός από την Κέρκυρα, τους Παξούς και τα Κύθηρα). Στο μεταξύ, οι Βενετοί άρχισαν διαπραγματεύσεις για να εξαγοράσουν τα νησιά και παρακινούσαν τους κατοίκους εναντίον των κατακτητών. Το 1386, οι Κερκυραίοι, δοκιμασμένοι από την πιεστική και μισαλλόδοξη διοίκηση των Ανδηγαυών (στην περίοδο της κυριαρχίας τους καταργήθηκε και ο ορθόδοξος μητροπολίτης και πήρε τον τίτλο του αρχιεπισκόπου Λατίνος κληρικός) και από τις διάφορες φραγκικές επιδρομές και λεηλασίες που τους είχαν ταλαιπωρήσει πριν ακόμα εκλείψει η δυναστεία των Ανδηγαυών, κάλεσαν τον Βενετό ναύαρχο Μιάνι να καταλάβει το νησί και ύψωσαν τη σημαία του Αγίου Μάρκου. Στις 9 Ιανουαρίου 1387, εκδόθηκε το δουκικό διάταγμα για την προσάρτηση της Κέρκυρας στη Δημοκρατία της Βενετίας.
Διαφορετική ήταν η τύχη της Λευκάδας, η οποία αποτέλεσε τμήμα του δεσποτάτου της Ηπείρου μέχρι το 1294, όταν παραχωρήθηκε ως προίκα στον Ιωάννη Ορσίνι, γιο του κόμη της Κεφαλονιάς, Ριχάρδου.
Η Λευκάδα περιήλθε στους Τούρκους από το 1479 μέχρι το 1684, οπότε την κατέλαβαν οι Βενετοί, οι οποίοι έγιναν οριστικά κύριοί της με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699. Τα Κύθηρα υποτάχθηκαν αρχικά στον οίκο των Βενιέρι της Βενετίας, περιήλθαν για μερικά χρόνια στους Έλληνες της Πελοποννήσου και περιήλθαν και αυτά στον έλεγχο της Βενετίας το 1363.
Η Βενετία βρήκε στην Κέρκυρα το φεουδαρχικό σύστημα και το διατήρησε. Αντιπρόσωπός της και ανώτατη αρχή του τόπου ορίστηκε ο βάιλος, στον οποίο αργότερα δόθηκαν καταρχάς δύο σύμβουλοι –επίσης Βενετοί– και έπειτα ένας αρχικά με τίτλο προνοητής και καπιτάνος. Η εξουσία του βαΐλου περιορίστηκε, όταν η Κέρκυρα έγινε έδρα του γενικού προβλεπτή της θάλασσας ή της Ανατολής, ο οποίος είχε την ανώτατη εξουσία στα Ιόνια νησιά και ήταν ταυτόχρονα διοικητής του φημισμένου βενετικού στόλου των Ε.
Στα άλλα νησιά κυριαρχούσαν ακόμα οι Τόκκοι, οι οποίοι τέθηκαν υπό την προστασία της Βενετίας. Έπειτα όμως από την πτώση της Κωνσταντινούπολης, οι Τούρκοι στράφηκαν κατά των Ε. Ο τελευταίος Τόκκος, ο Λεονάρδος Β’, έφυγε για τη Νάπολη το 1479 και ευθύς αμέσως οι Τούρκοι έκαψαν και ερήμωσαν τη Ζάκυνθο. Ένας αδελφός των Τόκκων, ο Αντώνιος, κατόρθωσε να διώξει την τουρκική φρουρά και να καταλάβει τη Ζάκυνθο, οι Βενετοί όμως τον καταδίωξαν και προσάρτησαν στις κτήσεις τους τη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά, την οποία αναγκάστηκαν να εκχωρήσουν στους Τούρκους με τη συνθήκη του 1484. Οι Βενετοί προσπάθησαν ανεπιτυχώς να την επανακτήσουν. Την κατέλαβε το 1500 ο ισπανοβενετικός στόλος και έτσι συμπληρώθηκε η βενετική κυριαρχία στα Ε., εκτός από τη Λευκάδα, που παρέμεινε υπό τον τουρκικό ζυγό μέχρι το 1684.
Η Βενετία ανέδειξε στα Ε. μια τοπική αριστοκρατία, στην οποία ανέθεσε τις τοπικές υποθέσεις. Την τάξη αυτή αποτελούσαν ονομαστές οικογένειες των νησιών ή άλλες που είχαν μεταναστεύσει από την Ιταλία ή ελληνικές που κατέφυγαν στα Ε. μετά την τουρκική κατάκτηση. Με τον καιρό καθιερώθηκε ένας κώδικας και ένα μητρώο ευγενείας, από το οποίο είχαν αποκλειστεί οι έμποροι, οι επιστήμονες και καθένας του οποίου οι πρόγονοι είχαν ασκήσει κάποτε χειρωνακτικό επάγγελμα ή κατοικούσαν έξω από τις πόλεις. Οι διακρίσεις αυτές προκαλούσαν οξύτατες κοινωνικές αντιθέσεις και αδιάκοπες διαμαρτυρίες. Οι ευγενείς συγκροτούσαν το Μεγάλο ή Γενικό Συμβούλιο, από το οποίο προέρχονταν όλες οι αρχές για τα τοπικά ζητήματα.
Η κυριαρχία της Βενετίας στα Ε. κράτησε όσο και η ίδια η μητρόπολη. Όταν ο Βοναπάρτης κατέλυσε τη βενετική Δημοκρατία και κατάργησε το αριστοκρατικό της πολίτευμα, έστειλε τον στρατηγό Άνσελμο Ζαντιγί επικεφαλής γαλλικών και βενετικών πλοίων, ο οποίος αποβιβάστηκε στην Κέρκυρα στις 30 Ιουνίου 1797 και κήρυξε την ένωση των Ε. με τη Γαλλία, η οποία κατακυρώθηκε με τη συνθήκη του Καμποφόρμιο, στις 15 Οκτωβρίου. Οι Γάλλοι έπαυσαν την αριστοκρατική διοίκηση και σχημάτισαν τριακονταμελές δημοτικό συμβούλιο από πολίτες όλων των τάξεων, με πρόεδρο τον κόμη Γεώργιο Θεοτόκη.
Μετά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο και την καταστροφή του γαλλικού στόλου στη ναυμαχία του Αμπουκίρ, η Ρωσία και η Τουρκία, με τη συγκατάθεση της Μεγάλης Βρετανίας, θέλησαν να αφαιρέσουν από τους Γάλλους μία σημαντική ναυτική βάση στη Μεσόγειο. Το φθινόπωρο του 1798 εμφανίστηκε στο Ιόνιο ο ρωσοτουρκικός στόλος, ο οποίος στις 12 Οκτωβρίου 1798 κατέλαβε τα Κύθηρα, στις 24 τη Ζάκυνθο και έπειτα από λίγες ημέρες την Κεφαλονιά. Στη Λευκάδα, η γαλλική φρουρά προέβαλε σθεναρή άμυνα, αλλά αναγκάστηκε να παραδοθεί και ο ρωσοτουρκικός στόλος έπλευσε προς την Κέρκυρα. Η κατάληψή της, ύστερα από σκληρές μάχες και πολύμηνη πολιορκία, έγινε στις 5 Μαρτίου 1799, όταν ο ναύαρχος Ουτσάκοφ αποβιβάστηκε στο νησί. Ο Ρώσος και ο Τούρκος ναύαρχος υποσχέθηκαν ότι τα Ε. θα αποτελούσαν ενιαία πολιτεία με δεκατετραμελή γερουσία ή κυβέρνηση, η οποία θα ψήφιζε το πολίτευμα του νέου κράτους. Η Τουρκία όμως αξίωσε από τη Ρωσία και κατόρθωσε να θέσει υπό την προστασία της το Κράτος των Ε., που συστάθηκε με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, στις 21 Μαρτίου 1800, ως Επτάνησος Πολιτεία, υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Η συνθήκη όριζε ότι οι πρώην κτήσεις των Βενετών, η Πάργα, η Πρέβεζα, η Βόνιτσα και ο Βουθρωτός παραχωρούνταν στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Μαζί με τη συνθήκη καταρτίστηκε το σύνταγμα, το οποίο όριζε ότι η Επτάνησος Πολιτεία θα είχε τη συγκρότηση ομοσπονδίας και κάθε νησί το δικό του Μεγάλο Συμβούλιο από μέλη της κληρονομικής αριστοκρατίας. Η επαναφορά του καθεστώτος της ενετοκρατίας προκάλεσε εξεγέρσεις στο Αργοστόλι, όπου ένοπλοι χωρικοί κατέλαβαν την πόλη, λεηλάτησαν τα δημόσια καταστήματα και τα σπίτια των ευγενών. Παρόμοια γεγονότα συνέβησαν στα Κύθηρα, στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα, στην οποία οι Τούρκοι στρατιώτες επιτέθηκαν με τα όπλα εναντίον των πολιτών. Οι αναταραχές συνεχίστηκαν και έγινε προσπάθεια σύνταξης νέου συντάγματος. Συγκροτήθηκε τότε στην Κέρκυρα η Έντιμος αντιπροσωπεία από αστούς και αγρότες, η οποία προσπάθησε να εφαρμόσει ένα νέο δημοκρατικό σύνταγμα.
Το 1803, με την επέμβαση της Γαλλίας και της Ρωσίας, η οποία απέστειλε στρατό στα Ε., συγκροτήθηκε νέο νομοθετικό σώμα γερουσιαστών και αντιπροσώπων, το οποίο, με την εποπτεία του πληρεξούσιου του τσάρου κόμη Μοτσενίγο, συνέταξε και ψήφισε νέο φιλελεύθερο σύνταγμα, που καταργούσε τα προνόμια της κληρονομικής αριστοκρατίας, κατοχύρωνε τα δικαιώματα της προσωπικής ελευθερίας του πολίτη και συνιστούσε το πρώτο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Η ζωή όμως του νέου κράτους έμελλε να είναι σύντομη. Μετά τις νίκες του Ναπολέοντα και τη συνθήκη του Τίλσιτ (8 Ιουλίου 1807), τα Ε. περιήλθαν για άλλη μια φορά στη Γαλλία.
Η δεύτερη γαλλική κυριαρχία δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Παρά τις στρατιωτικές νίκες του Ναπολέοντα, η Αγγλία, που διατηρούσε τον έλεγχο των θαλασσών, απέκλεισε τα Ε. και τον Οκτώβριο του 1809 κατέλαβε τη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά, τα Κύθηρα και την Ιθάκη. Η Λευκάδα παραδόθηκε αργότερα στους Άγγλους, ύστερα από ηρωική αντίσταση της τοπικής γαλλικής φρουράς. Τον Νοέμβριο του 1810, οι Άγγλοι απέκλεισαν την Κέρκυρα, την οποία απέσπασαν από τους Γάλλους στις 26 Ιουνίου 1814· έτσι έληξε η δεύτερη παρουσία της Γαλλίας στα Ε.
Η αγγλική κυριαρχία επικυρώθηκε με τη συνθήκη του 1815, που υπεγράφη στο Παρίσι από πληρεξούσιους της Αγγλίας και της Ρωσίας και από τις άλλες δυνάμεις. Έτσι ιδρύθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες των Ιονίων Νήσων, υπό την «άμεσον και αποκλειστικήν προστασίαν της Μεγάλης Βρετανίας». Τη διοίκηση των νήσων ασκούσε ο αντιστράτηγος Κάμπελ, ώσπου έφτασε στην Κέρκυρα ως πρώτος αρμοστής ο αρχηγός των βρετανικών δυνάμεων της Μεσογείου και κυβερνήτης της Μάλτας, Τόμας Μέτλαντ (16 Φεβρουαρίου 1816). Η σύγκρουση της γερουσίας και του αρμοστή ήταν άμεση. Όταν η γερουσία διαμαρτυρήθηκε για την αυθαίρετη διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων, ο αρμοστής καθαίρεσε τους γερουσιαστές που διαμαρτυρήθηκαν και διόρισε πρόσωπα της αρεσκείας του. Όρισε επίσης ειδικά προσόντα για την εγγραφή των πολιτών στους εκλογικούς καταλόγους, ενώ η συντακτική συνέλευση που προήλθε από αυτές τις εκλογές ψήφισε σε τρεις ημέρες, με την απειλή των πυροβόλων, το σύνταγμα του Μέτλαντ. Με αυτό το σύνταγμα, ο αρμοστής αποκτούσε το δικαίωμα της αυτοδιοίκησης από τα επαρχιακά συμβούλια των νήσων.
Η πρώτη σημαντική εξέγερση εναντίον των Άγγλων σημειώθηκε στη Λευκάδα, τον Σεπτέμβριο του 1819. Στις συγκρούσεις με τον αγγλικό στρατό σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν περίπου 20 Άγγλοι και ισάριθμοι Λευκαδίτες χωρικοί. Μετά τα επεισόδια, ακολούθησαν διώξεις και απαγχονισμός των ιερέων Στραβοσκιάδη και Ασπρογέρακα ως πρωταιτίων της στάσης. Παρόμοια επεισόδια, με αφορμή ένα εκκλησιαστικό ζήτημα, ξέσπασαν στη Ζάκυνθο, όπου έσπευσε από τη Μάλτα ο Μέτλαντ για να αποκαταστήσει την τάξη. Υποκινητής της εξέγερσης θεωρήθηκε ο Αντώνιος Μαντινέγκος, που καταδικάστηκε σε 12ετή φυλάκιση και βαρύ πρόστιμο.
Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, ο Μέτλαντ, προκειμένου να εμποδίσει τη συμμετοχή των Επτανησίων στον Αγώνα, έταξε προθεσμία επιστροφής σε όσους είχαν αναμειχθεί σε στρατιωτικές ενέργειες στην ηπειρωτική Ελλάδα και δήμευσε τις περιουσίες εκείνων που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν.
Τον Μέτλαντ, που πέθανε στη Μάλτα τον Ιανουάριο του 1824, διαδέχθηκε στην αρμοστεία ο Φρ. Άνταμ. Κατά τη θητεία του, παρά τις φιλελεύθερες διακηρύξεις του Άγγλου πρωθυπουργού Κάνινγκ, διατηρήθηκε το σύνταγμα Μέτλαντ, αλλά με ηπιότερη εφαρμογή ως προς τα δικαιώματα των πολιτών και την επικοινωνία τους με τη μαχόμενη Ελλάδα. Κατά την περίοδο της αρμοστείας του ιδρύθηκε και η Ιόνιος Ακαδημία. Μετά τον Άνταμ, διορίστηκε αρμοστής, για σύντομο διάστημα, ο Αλεξάντερ Γουίτφορντ και ακολούθησε ο φιλελεύθερος λόρδος Νούγκεντ, τον Οκτώβριο του 1832, ο οποίος όμως καταπολεμήθηκε από τους συντηρητικούς των νήσων και της Αγγλίας και αναγκάστηκε να απομακρυνθεί.
Ακολούθησε ως αρμοστής ο βαρόνος Ντάγκλας, ο οποίος δυσαρέστησε τους φιλελεύθερους, τον κλήρο και τους χωρικούς και διέλυσε τη βουλή, όταν αυτή απέρριψε, για πρώτη φορά, ένα νομοσχέδιό του. Από την ΣΤ’ βουλή συγκροτήθηκε, μετά την άνοδο στον θρόνο της Βικτορίας, νέα κυβέρνηση με πρόεδρο τον Πετριτσόπουλο, ο οποίος, όταν παύθηκε από τον επόμενο αρμοστή Μακένζι, έφτασε στο Λονδίνο, όπου κατήγγειλε τη συμπεριφορά του αρμοστή στην αγγλική κυβέρνηση, η οποία τον αντικατέστησε με τον φιλελεύθερο αντιστράτηγο Τζον Σίτον.
Ο αγώνας κατά της Προστασίας εκδηλώθηκε με τη μορφή αγροτικών κινημάτων, στα οποία ενυπήρχε το εθνικό θέμα, ή πολιτικής κίνησης με αιτήματα τη μεταρρύθμιση του πολιτεύματος και την εθνική αποκατάσταση. Τους κοινωνικούς στόχους εξέφρασε η παράταξη των Ριζοσπαστών, στην οποία μετείχαν δημοκρατικά στοιχεία με περισσότερο ή λιγότερο προοδευτικές απόψεις. Έναρξη του πολιτικού αγώνα κατά της Προστασίας θεωρείται το υπόμνημα του Ανδρέα Μουστοξύδη, με το οποίο ζητούσε πιο φιλελεύθερο εκλογικό σύστημα, τακτική σύνοδο της βουλής και ελευθεροτυπία. Το 1848, ο λόρδος Σίτον ανακοίνωσε στη βουλή την άρση όλων των συνταγματικών περιορισμών και την κατοχύρωση της ελευθεροτυπίας. Την εποχή αυτή οι πολιτικές τάσεις στα Ε. εκφράζονταν από τα εξής τρία κόμματα: των Μεταρρυθμιστών, με δημοσιογραφικά όργανα την Πατρίδα (Κέρκυρα 1849, συντάκτες: Πέτρος Βράιλας-Αρμένης, Ναπολέων και Σπυρίδων Ζαμπέλιος, Ιωάννης Πετριτσόπουλος και Ανδρέας Κάλβος), ΤοΜέλλον (Ζάκυνθος 1849, συντάκτες: Α. Γαήτας, Φρ. Καρβελάς, Φρ. Μαρινάκης), την Ένωση (Κεφαλονιά 1849, συντάκτης ο Ν. Χωραφάς)· των Ριζοσπαστών, με δημοσιογραφικά όργανα τον Φιλελεύθερο (Κεφαλονιά 1849, συντάκτης ο Ηλίας Ζερβός), την Αναγέννηση (Κεφαλονιά 1849, Ιωσήφ Μομφεράτος), τον Χωρικό (Κεφαλονιά 1850, συντάκτης ο Δ. Δανής), τον Ρήγα (Ζάκυνθος 1851) και τον Ριζοσπάστη (Κέρκυρα 1850)· οι αντίπαλοι των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και τα όργανα της Προστασίας είχαν συγκεντρωθεί στο κόμμα των Καταχθόνιων, με δημοσιογραφικό όργανο τον Φίλον του Λαού (Κέρκυρα 1850). Εκδήλωση του επαναστατικού πυρετού που επικρατούσε ήταν η εξέγερση της Κεφαλονιάς, τον Σεπτέμβριο του 1848. Διακόσιοι ένοπλοι χωρικοί έφτασαν στα προάστια του Αργοστολίου και οπλοφόροι συγκεντρώθηκαν στο Ληξούρι. Οι συγκρούσεις που επακολούθησαν ήταν αιματηρές. Ο Ηλίας Ζερβός έδωσε τότε από τις στήλες του Φιλελεύθερου το σύνθημα της ένωσης με την Ελλάδα, ενώ ο Ι. Μομφεράτος υποστήριζε ότι ο θρόνος έπρεπε να εκλείψει από το ελληνικό κράτος και να κηρυχθεί δημοκρατία. Αιματηρές ταραχές ξέσπασαν πάλι στην Κεφαλονιά, τον Απρίλιο του 1849, την περίοδο της αρμοστείας του Τζορτζ Γουόρντ, οι οποίες παρακινήθηκαν από τους ανθενωτικούς για να συκοφαντηθεί η ενωτική κίνηση. Όταν αποκαλύφθηκε η σκευωρία, το στρατοδικείο επέβαλε σε πολλούς τη θανατική ποινή και αυστηρές φυλακίσεις. Τις επόμενες ημέρες απαγχονίστηκαν 44 άτομα και μαστιγώθηκαν 400. Η αυστηρότητα αυτή έστρεψε το δημόσιο αίσθημα κατά του Γουόρντ και η αντιπολίτευση, με όργανα κυρίως τον Φιλελεύθερο του Ηλία Ζερβού και την Αναγέννηση του Μομφεράτου, έγινε οξύτερη.
Το αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα διατυπώθηκε επίσημα στη Θ’ βουλή από τους Ριζοσπάστες, με το ψήφισμα που υπέβαλε ο Ιωάννης Τυπάλδος Καπελέτος. Ο αρμοστής όμως ανέστειλε, πριν εγκριθεί το ψήφισμα, τις εργασίες της βουλής για έξι μήνες. Το 1858, η αγγλική κυβέρνηση έστειλε στην Κέρκυρα ως έκτακτο αρμοστή τον Γλάδστονα, για να προτείνει μεταρρυθμίσεις, αλλά η ΙΑ’ βουλή απέρριψε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμά του, ενώ οι κάτοικοι των νησιών ζητωκραύγαζαν υπέρ της ένωσης. Η βουλή συνέταξε νέο ψήφισμα, το οποίο διαβίβασε στη βασίλισσα Βικτορία, αλλά η Αγγλία δεν δεχόταν να παραιτηθεί από τις υποχρεώσεις της προστασίας που είχε αναλάβει με συνθήκη απέναντι στις άλλες δυνάμεις. Αργότερα όμως έστερξε στην ένωση και διαπραγματεύτηκε με τις άλλες δυνάμεις την παραίτησή της (πρωτόκολλο Λονδίνου, 1 Αυγούστου 1863).
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1863, η ΙΓ’ βουλή της Επτανήσου κήρυξε την ένωση με την Ελλάδα, η οποία κυρώθηκε οριστικά με τη συνθήκη στις 17/29 Μαρτίου 1864. Στις 21 Μαΐου 1864 ανυψώθηκε στην ακρόπολη της Κέρκυρας η ελληνική σημαία.
Λογοτεχνία. Η τύχη των Ε., διαφορετική από την τύχη της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, είχε ήδη κριθεί από τα πρώτα χρόνια μετά το 1204 (έτος ίδρυσης των φραγκικών κρατιδίων στη Βυζαντινή αυτοκρατορία). Από τότε, τα νησιά του Ιονίου πελάγους, το ένα μετά το άλλο, ζήτησαν την προστασία και τη συμμαχία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας των Βενετών, η οποία τότε αποτελούσε ισχυρότατη ναυτική δύναμη. Έτσι, όταν στην κυρίως Ελλάδα επικράτησε η σκλαβιά, το σκοτάδι και η εξουσία ενός υπανάπτυκτου κυρίαρχου, στα Ε. διαμορφωνόταν ένα καθεστώς ανάλογο με εκείνο των Βενετών.
Βέβαια το καθεστώς αυτό δεν ήταν δημοκρατικό με τη σημερινή έννοια της δημοκρατίας· μεταξύ της τάξης των ευγενών και της λαϊκής-αγροτικής τάξης των ποπολάρων υπήρχε τεράστια κοινωνική και οικονομική διαφορά και μεγάλη ένταση σχέσεων, της οποίας αποτελέσματα ήταν, για παράδειγμα, το περίφημο Ρεμπελιό των ποπολάρων στη Ζάκυνθο (1628) ή η στάση της Κέρκυρας (1640) ή, ακόμα, ο αχαλίνωτος ενθουσιασμός του λαού, όταν υποδέχθηκε τον στρατό του Ναπολέοντα (1797), που πίστευαν ότι θα έφερνε κοινωνική δικαιοσύνη στον τόπο. Πραγματική ελευθερία και δημοκρατία δεν υπήρχε στα Ε. ούτε αργότερα, όταν διαδέχθηκαν τους Γάλλους οι Ρώσοι και μετά οι Άγγλοι. Οπωσδήποτε όμως οι Βενετοί, οι Γάλλοι, οι Ρώσοι και οι Άγγλοι βρίσκονταν τότε σε ένα πολιτιστικό επίπεδο ανώτερο από το επίπεδο των Τούρκων, ενώ δεν είχαν έρθει απροκάλυπτα ως κατακτητές. Αυτό εξηγεί την ικανή πνευματική ανάπτυξη που σημειώθηκε τότε στα Ε. και τη φράση που είπε ο Ανδρέας Κάλβος το 1824 για την πατρίδα του τη Ζάκυνθο, που ισχύει για όλα τα νησιά: «Είσαι ευτυχής· και πλέον / σε λέγω ευτυχεστέραν / ότι εσύ δεν εγνώρισας / ποτέ την σκληράν μάστιγα / εχθρών, τυράννων».
Η πνευματική ανάπτυξη και, ειδικότερα, τα γράμματα πέρασαν από διάφορα στάδια. Στα χρόνια της ενετοκρατίας υπήρχαν, αν όχι με την υποστήριξη, τουλάχιστον με την ανοχή των Βενετών, ελεύθερα ιδιωτικά σχολεία (αργότερα ιδρύθηκαν και δημόσια), ενώ πολλοί νέοι, που προέρχονταν κυρίως από τα εύπορα στρώματα των ευγενών ή της αστικής τάξης, συνέχιζαν τη μόρφωση και τις σπουδές τους στα πανεπιστήμια της Ιταλίας. Το 1656 ιδρύθηκε στην Κέρκυρα, σε απομίμηση ανάλογου φαινομένου στην Ιταλία, η πρώτη Ακαδημία, ένα είδος ανώτερου πνευματικού κέντρου. Οι Γάλλοι και οι Ρώσοι έδωσαν αργότερα μεγαλύτερη ώθηση στην πνευματική ζωή. Το 1808 ιδρύθηκε, επίσης στην Κέρκυρα, η Ιόνιος Ακαδημία, με σκοπό την πνευματική ανάπτυξη των νησιών· οι σκοποί αποκτούσαν πιο καθολική μορφή, πέρα από τα όρια μιας ερασιτεχνικής συντροφιάς, όπως ήταν κυρίως οι προηγούμενες ακαδημίες. Αλλά την Ιόνιο Ακαδημία, καθώς και οτιδήποτε άλλο είχε υπάρξει έως τότε, ξεπέρασε η νέα Ιόνιος Ακαδημία, που ιδρύθηκε το 1824 στην Κέρκυρα. Χαρακτηριστικό της σημασίας που είχε η ίδρυση του ανώτατου αυτού πνευματικού ιδρύματος (είδος πανεπιστημίου) είναι ότι, σύμφωνα με το καταστατικό της και αντίθετα με ό,τι συνέβαινε μέχρι τότε, «η νέα ελληνική γλώσσα (...) ήθελεν είσθαι το μόνον μέσον διά την παράδοσιν των μαθημάτων εις την Ακαδημίαν».
Ένα τέτοιο πνευματικό κλίμα επόμενο ήταν να προκαλέσει λογοτεχνική ανάπτυξη. Μια πρώτη ιδιαίτερη έξαρση σημειώθηκε στα τέλη του 18ου αι., ως αποτέλεσμα των επιτυχιών του Ναπολέοντα· κορυφώθηκε με την έλευση των Γάλλων στα Ε. μέσα σε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, όπου τα βιβλία που περιείχαν τους τίτλους των ευγενών καίγονταν στις πλατείες και στους δρόμους τραγουδούσαν τη Μασσαλιώτιδα ή τον Θούριο του Ρήγα. Προϊόν εκείνης της εποχής ήταν μία επαναστατική, δημοκρατική ποίηση, που την καλλιέργησαν πολλοί, με πρώτο σε πάθος τον Αντώνιο Μαρτελάο, ο οποίος στον Ύμνον εις την περίφημον Γαλλίαν, τον αρχιστράτηγον Βοναπάρτην και τον στρατηγόν Γεντίλλην (ο οποίος είχε έρθει επικεφαλής του γαλλικού στόλου, το 1797, στην Κέρκυρα) πανηγύριζε ότι: «Η ξακουστή Γαλλία / δεν βαστά την τυραννίαν / μα με αιματοχυσίαν / αποκτά ελευθερίαν».
Πριν από αυτή την πολιτική ποίηση, που αποτελεί μία από τις πιο έντονες εκφράσεις των λεγόμενων προσολωμικών ποιητών, καλλιεργήθηκε στον 18o αι. και μια πιο λυρική, ερωτική ποίηση (Στέφανος Ξανθόπουλος, Ανδρέας Σιγούρος).
Η απογοήτευση που δοκίμασε ο λαός των Ε. από τους Γάλλους (θεωρούσε τον Ναπολέοντα καταστροφέα των τυραννικών ζυγών και τον είδε να παίρνει υπό τη γαλλική κυριαρχία τα Ε.), συνετέλεσε στη μεταβολή αυτής της πολιτικής ποίησης σε ένα είδος δηκτικής σάτιρας, η οποία εκδήλωνε και τον πικρόχολο σαρκασμό ενός λαού, ο οποίος, όπως θα έλεγε αργότερα ο Σολωμός, ήταν πάντα εύπιστος και πάντα προδομένος. Ο πιο αξιόλογος σατιρικός ποιητής της εποχής αυτής ήταν ο παπάς Νικόλαος Κουτούζης, με ποιητικό χάρισμα (ήταν και αξιόλογος ζωγράφος), ο οποίος είχε καταστεί το φόβητρο του κόσμου με τους σαρκασμούς του. Θύμα του υπήρξε και ο Μαρτελάος, που πέθανε απογοητευμένος το 1819.
Η σατιρική ποίηση οφειλόταν επίσης στον έμφυτο φιλοσκώμμονα χαρακτήρα των Επτανησίων, ο οποίος, νωρίτερα ήδη, επέδρασε στην καλλιέργεια της κωμωδίας στα Ε. Το 1764, ο Σαβόγιας Σουρμελής (ή Σουμερλής) έγραψε την κωμωδία Γιαννιώτες (σάτιρα των εμπειρικών γιατρών), ενώ το 1790 ο Δημήτριος Γουζέλης έδωσε την ονομαστή κωμωδία του Χάσης (σάτιρα του τύπου του καυχησιολόγου ψευτοπαλληκαρά). Την πρώτη θέση στην κίνηση αυτή είχε η Ζάκυνθος. Ο Παλαμάς έγραψε: «Οι δύο γνωστότεροι σατιρικοί προς τα τέλη του προπερασμένου και προς την αρχή του περασμένου αιώνα, ο αδιάντροπος Κουτούζης και ο ηθογραφικός Γουζέλης, από τη Ζάκυνθο μας έρχονται». Ζακύνθιος ήταν και ο Σουρμελής.
Τα δραματικά γεγονότα στα Ε. κατά τα τέλη του 18ου αι. άναψαν τη φλόγα στην ψυχή πολλών, κανένας όμως από αυτούς δεν αναδείχθηκε μεγάλος ποιητής ή συγγραφέας. Αυτό το κατόρθωσε αργότερα η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Δύο από τους μεγαλύτερους Νεοέλληνες ποιητές, ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857) και ο Ανδρέας Κάλβος (1792-1869), υπήρξαν Επτανήσιοι και μάλιστα Ζακυνθινοί. Παρότι έζησαν και οι δύο πολλά χρόνια στην Ευρώπη και επηρεάστηκαν από τα φώτα της, έγραψαν μια ποίηση βαθύτερα ελληνική, με κύριο άξονά της (στην περίπτωση του Κάλβου μάλιστα και μοναδικό) τον Αγώνα του 1821.
Ο Κάλβος δεν βρήκε κανέναν μιμητή. Αντίθετα, η ακτινοβολία του Σολωμού δημιούργησε ένα είδος σχολής από τους σύγχρονους και νεότερους θαυμαστές του. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Ιούλιος Τυπάλδος, ο Γεράσιμος Μαρκοράς μαζί με τον Γεώργιο Τερτσέτη και τον Ανδρέα Λασκαράτο χαρακτηρίστηκαν από τον Κωστή Παλαμά, παρά τις πολλές (και κάποτε σημαντικές) διαφορές τους, οι άμεσοι κληρονόμοι του Σολωμού: «μαζί με τον αρχηγό, η ποιητική Πούλια των Εφτά Νησιών». Σε αυτή την Επτανησιώτικη σχολή (όπως την αποκάλεσε ο Κωνσταντίνος Ασώπιος και ο Εμμανουήλ Ροΐδης) πρέπει να προστεθεί ο Αντώνιος Μάτεσης, γνωστός κυρίως από το θεατρικό έργο Βασιλικός (1829-30), το οποίο αποτελεί το πρώτο κοινωνικό δράμα στη νεοελληνική γραμματεία, ο Γεώργιος Καλοσγούρος, από την Κέρκυρα, φίλος του Πολυλά, αισθητικός κριτικός και μεταφραστής των ιταλικών ποιημάτων και των πεζών σχεδιασμάτων του Σολωμού, και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, μια πολυσύνθετη μορφή, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός, που διαφώνησε με τον Πολυλά σε θέματα σχετικά με τη σολωμική ποίηση· ο Ζαμπέλιος, πλατιά μορφωμένος, είναι και ο πρώτος (ο μοναδικός στο σύνολο της Επτανησιακής σχολής) που ασχολήθηκε με το Βυζάντιο. Το γνωστό δραματικό έργο του Κρητικοί γάμοι (1871) εκτυλίσσεται στα χρόνια της ενετοκρατίας στην Κρήτη.
Η Επτανησιακή σχολή χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα γνωρίσματα. Πρώτον, γεννήθηκε σε μια περιοχή η οποία για αιώνες ολόκληρους βρέθηκε υπό τη δυτική και, ειδικότερα, τη βενετική και ιταλική εξάρτηση και επίδραση (η γνώση της ιταλικής γλώσσας στα Ε. αποτελούσε καθολικό φαινόμενο), γεγονός που επισημαίνεται εύκολα στη δράση και στα έργα των δημιουργών της σχολής. Στη χρονική περίοδο της ακμής της υπήρχε στην Ιταλία πλειάδα μεγάλων ποιητών και πνευματικών ανθρώπων, που η επίδρασή τους στους δικούς μας είναι άμεση και αναμφισβήτητη, όχι μόνο στην ποίησή τους αλλά και σε αυτό τον κόσμο των ιδεών τους. Προλογίζοντας τη μετάφραση των Τάφων του Ούγκο Φόσκολο, ο Γεώργιος Καλοσγούρος έγραφε: «Πολύ, στοχάζομαι, ημπορούμε εμείς να ωφεληθούμε (...), αν στρέψουμε με πόθο το μάτι προς την υψηλήν ενέργειαν, που προετοίμασε του ιταλικού έθνους την αναγέννηση. Πρωτοστάτες της εθνικής ιδέας και όχι λίγοι και μάρτυρες εστάθηκαν εκεί και οι σοφώτεροι άνθρωποι, οι πρώτοι συγγραφείς και τεχνίτες. Παρίνης και Αλφιέρης, Φώσκολος και Μαντζόνης είναι τα δοξασμένα ονόματα των μεγάλων, που επολέμησαν μεγαλόκαρδα έναν αιώνα σχεδόν, ώσπου εκατόρθωσαν ν’ αναστήσουν την αποκοιμισμένη συνείδηση και να στήσουν στερεά τα θεμέλια της νέας ζωής». Ανάλογα ήταν τα αισθήματα και των άλλων Επτανησίων για τους μεγάλους Ιταλούς ποιητές του 19ου αι., οι οποίοι δίπλα στην επιβλητική νεοκλασική ποίησή τους είχαν να παρουσιάσουν ένα ακμαίο δημοκρατικό φρόνημα και ένα μίσος κατά των ξεπερασμένων μορφών της απολυταρχίας. Σχεδόν όλοι οι Επτανήσιοι ποιητές (όπως και ένα πλήθος ευκατάστατων κατοίκων των Ε.) είχαν ζήσει στην Ιταλία και συχνά γνώριζαν προσωπικά τους εκπροσώπους των ιταλικών γραμμάτων της εποχής. Είναι πολύ χαρακτηριστικό, επίσης, αυτό που έγραψε ο Τυπάλδος: «Είναι πράγματι αδελφά τα δύο αυτά έθνη, διότι αν ο ιταλικός πολιτισμός ενεπνεύσθη κυρίως από το αρχαίον ελληνικόν πνεύμα, ο νεώτερος ελληνικός πολιτισμός (...) επηρεάσθη κυρίως από το ιταλικόν πνεύμα». Αυτό φαίνεται και από τις μεταφράσεις των Ιταλών που έκαναν τότε οι Επτανήσιοι: ο Τυπάλδος μετέφρασε άσματα από την Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ του Τάσο, ο Μαρκοράς μετέφρασε Δάντη και Φόσκολο, ο Καλοσγούρος, εκτός από τον Φόσκολο, ασχολήθηκε με τον Δάντη και τον Αλφιέρι, ο Μάτεσης μετέφρασε Φόσκολο, Πετράρχη, Πινδεμόντε Παρίνι.
Αν και οι Επτανήσιοι συγκινήθηκαν και επηρεάστηκαν και από το νεοκλασικό πνεύμα των Ιταλών, δεν έμειναν αδιάφοροι στην ποίηση των άλλων λαών και προπάντων στο ρομαντικό πνεύμα, όπως αυτό εκδηλωνόταν στην Αγγλία κυρίως με τον Βύρωνα και στη Γαλλία με τον Ουγκό, δηλαδή δύο ποιητές οι οποίοι, ακολουθώντας διαφορετικό δρόμο από εκείνον των Ιταλών ομοτέχνων τους, έφτασαν στην ίδια αγάπη για ελευθερία και πρόοδο. Ο Βύρων άσκησε έντονη επιρροή στον Σολωμό (ο οποίος του αφιέρωσε και τη γνωστή ωδή του ενώ τον Άγγλο ποιητή και αγωνιστή της ελληνικής ελευθερίας έχει θέμα της και μία από τις 20 ωδές του Κάλβου. Ο Ουγκό επηρέασε βαθιά το ποιητικό έργο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Στους Επτανήσιους ανήκει ο τίτλος ότι γνώρισαν, πρώτοι αυτοί, την ποίηση του Οσιανού στην Ελλάδα (μια ποίηση η οποία στο τέλος του 18ου αι. εμφανίστηκε στην Ευρώπη, και πρώτα στην Αγγλία, έκανε εξαιρετική εντύπωση και επηρέασε το αναπτυσσόμενο ρομαντικό κίνημα). Την αρχή έκανε ο Δημήτριος Γουζέλης, ο οποίος στο έργο του Η κρίσις του Πάριδος αναφέρει τιμητικά αυτό τον «φοβερόν παλαιόν ποιητήν εκ Κελτών», δίπλα στον Δάντη και στον Πετράρχη. Η ποίηση του Σολωμού (της πρώτης περιόδου), του Κάλβου, του Τυπάλδου δέχτηκε την επίδραση της οσιανικής ποίησης.
Ωστόσο, η στενή αυτή επαφή των Επτανήσιων ποιητών με τη Δύση (και κυρίως με την Ιταλία) δεν αλλοίωσε τον ελληνικό χαρακτήρα των έργων τους. Αντίθετα τους δίδαξε να αναζητούν και στην ελληνική παράδοση ό,τι υπήρχε γνήσια λαϊκό, απλό και προοδευτικό. Γι’ αυτό αγάπησαν όλοι, χωρίς εξαίρεση, τη δημοτική ποίηση και φυσικά τη δημοτική γλώσσα. Πραγματικά, στο γλωσσικό ζήτημα οι Επτανήσιοι ήταν, αντίθετα με τους καθαρευουσιάνους ρομαντικούς ποιητές της Αθήνας (Παναγιώτης Σούτσος κ.ά.), υπέρ της δημοτικής γλώσσας, ακολουθώντας το παράδειγμα του Σολωμού, ο οποίος στον Διάλογό του για τη γλώσσα, νεότατος ακόμα (1824), χτύπησε σκληρά τον σοφολογιωτατισμό, που ήθελε να επιβάλλει στο έθνος, δίπλα στην εθνική και πολιτική τυραννία των Τούρκων, την πνευματική τυραννία της καθαρεύουσας. Έτσι, ο Αντώνιος Μάτεσης έγραψε πραγματεία για τη γλώσσα, όπου καταφέρθηκε εναντίον των καινουργιογλωσσιτών –όπως αποκαλούσε τους καθαρευουσιάνους–, ο Τυπάλδος δοκίμιο για τη γλώσσα, το ίδιο και ο Πολυλάς, ο Λασκαράτος, ο Βαλαωρίτης, ο Τερτσέτης, ενώ ο Μαρκοράς αφιέρωσε στίχους του στη δημοτική και στον αγώνα για την αναγνώρισή της. Σονέτα και επιγράμματα στη δημοτική αφιέρωσε αργότερα, συνεχίζοντας την παράδοση, και ο Λορέντζος Μαβίλης.
Η Κρητική σχολή, που βρίσκεται με τη γλώσσα της αλλά και με τη θεματολογία της κοντά στον λαό, κέρδισε το ενδιαφέρον των Επτανησίων και επέδρασε και στη δική τους λογοτεχνική παραγωγή, ιδιαίτερα μετά το 1669, οπότε οι Τούρκοι κατέκτησαν την Κρήτη και πολλοί Κρητικοί κατέφυγαν στα Ε., παίρνοντας μαζί τους και την πνευματική τους κληρονομιά. Ο Σολωμός έγραψε στον Διάλογό του για τη Βοσκοπούλα, το ωραίο βουκολικό έργο που γράφτηκε στην Κρήτη τον 17o αι., πως είναι ένα «ποίημα, όπου δεν είναι γυναίκα να μη γνωρίζει και έχει στη ράχη του χρόνους διακόσιους». Τα λόγια αυτά του Σολωμού φανερώνουν πως η Βοσκοπούλα είχε κατακτήσει το πλατύτερο κοινό των Ε. τόσο που να την ξέρουν όλες οι γυναίκες εκεί. Αλλά και άμεση επίδραση της Κρητικής σχολής παρατηρείται στην ίδια τη λογοτεχνία των Ε. Ένα από τα όμορφα λυρικά ποιήματα του Κουτούζη, το Ειδύλλιον, βασίζεται στη Βοσκοπούλα η οποία είναι γνωστή με τον τίτλο Ειδύλλιον. Αλλά και αυτό το αριστούργημα της Κρητικής σχολής, τον Ερωτόκριτο, τον έφεραν, όπως μας πληροφορεί ο πρόλογος της α’ έκδοσής του (Βενετία, 1713), Κρητικοί πρόσφυγες μετά το 1669 στη Ζάκυνθο, όπου τον έκαναν για πρώτη φορά ευρύτερα γνωστό. Και η επίδραση που άσκησε στον ίδιο τον Σολωμό φτάνει μερικές φορές μέχρι την επανάληψη των στίχων του κρητικού έπους.
Για τον λόγο ότι είχαν γράψει τα ποιήματά τους στη δημοτική κέρδισαν επίσης τη συμπάθεια των Επτανήσιων ποιητών οι προεπαναστατικοί Ιωάννης Βηλαράς και Αθανάσιος Χριστόπουλος.
Τέλος, παρατηρείται και μια αναστροφή των ποιητών αυτών στους αρχαίους. Αλλά πρέπει να δεχτούμε πως η επαφή αυτή είναι κάπως έμμεση, ήρθε ως μία από τις πολλαπλές επιδράσεις της Ιταλίας, όπου, όπως αναφέρθηκε, η εμφάνιση εκεί, στις αρχές του 19ου αι., του νεοκλασικισμού είχε προκαλέσει την αναζωπύρωση των κλασικών σπουδών. Τότε έγιναν στην Ιταλία και καλές μεταφράσεις των αρχαίων Ελλήνων, όπως είναι η μετάφραση του Ομήρου από τον Μόντι. Οπωσδήποτε, μερικοί από τους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής είχαν και άμεση επαφή με τα αρχαία ελληνικά κείμενα, όπως ο Πολυλάς, ο Μάτεσης, ο οποίος μετέφρασε Σαπφώ, Ανακρέοντα κ.ά., και ο μεταφραστής και αισθητικός σχολιαστής του Αισχύλου, Γεώργιος Καλοσγούρος.
Με τον καιρό, η συνείδηση της ενότητας των Επτανησίων σε μια σχολή χαλάρωσε. Σε αυτή τη νεότερη εποχή έζησε ο Κερκυραίος Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912), που καλλιέργησε με έξοχο τρόπο το ποιητικό είδος του σονέτου. Στους ελάσσονες ποιητές ανήκουν ο Μικέλης Άβλιχος από την Κεφαλονιά και ο Στέφανος Μαρτζώκης από τη Ζάκυνθο, οι οποίοι ήταν περίπου σύγχρονοι του Μαβίλη. Κερκυραίος ήταν ο μυθιστοριογράφος Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο πρώτος που έδωσε πεζογραφία με καθαρά κοινωνικό προσανατολισμό (χαρακτηριστικοί είναι και οι τίτλοι των έργων του: Η τιμή και το χρήμα, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, Κατάδικος). Ο Ζακυνθινός Γρηγόριος Ξενόπουλος έζησε στην Αθήνα και, παρότι αφιέρωσε πολλές σελίδες της πεζογραφίας του σε υποθέσεις και θέματα που εκτυλίχθηκαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του, είναι αυτός που καλλιέργησε, κυρίως, την αθηναϊκή ηθογραφία.
Βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη. Η θέση των νησιών ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ιταλία καθόρισε μέχρι ένα σημείο τη διαμόρφωση της μνημειακής τέχνης που χαρακτηρίζει την περιοχή. Από την παλαιοχριστιανική και τη βυζαντινή εποχή σώζονται αξιόλογα μνημεία, κυρίως στην Κέρκυρα αλλά και στη Ζάκυνθο, στην Κεφαλονιά και στα Κύθηρα. Οι έρευνες φανερώνουν ότι η τέχνη τους δεν είναι ανεξάρτητη από τη βυζαντινή τέχνη της Κάτω Ιταλίας.
Μετά την εγκατάσταση της ιταλικής κυριαρχίας (τέλη 15ου αι.), η κοσμική τέχνη (κάστρα, λιμάνια, αστικά κτίρια κλπ.) συνδέθηκε με τη Βενετία, ενώ η θρησκευτική τους τέχνη ήταν, έως το τέλη του 17oυ αι., σε στενή εξάρτηση από τη βενετοκρατούμενη Κρήτη, η οποία έγινε το σημαντικότερο πολιτιστικό κέντρο του νεότερου ελληνισμού μετά την Άλωση της Πόλης (1453).
Όταν η Κρήτη έπεσε στους Τούρκους (1669), πολλοί καλλιτέχνες μετέβησαν στα Ιόνια νησιά και τόσο η Κέρκυρα όσο και η Ζάκυνθος συνέχισαν έως έναν βαθμό την καλλιτεχνική παράδοση της Κρήτης, η οποία άσκησε επίδραση σε τοπικούς καλλιτέχνες.
Περισσότερη ιδιομορφία απέκτησε η επτανησιακή τέχνη του 18ου αι., όταν το ιταλικό μπαρόκ μεταφυτεύτηκε, ενώ ταυτόχρονα απλοποιήθηκε και προσαρμόστηκε τόσο στην τοπική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και ζωγραφική όσο και στη διακόσμηση των εσωτερικών χώρων. Τα Ε. είναι η πρώτη ελληνική περιοχή όπου η ορθόδοξη εκκλησία στολίστηκε με ζωγραφική ιταλικής τεχνοτροπίας. Γενικά, ο διάκοσμος των μεγάλων μονόχωρων εκκλησιών με την επίπεδη ζωγραφιστή οροφή (ουρανία), τα μεγαλοπρεπή σκαλιστά στασίδια, τα ψηλά ξυλόγλυπτα τέμπλα καθώς και όλα τα λατρευτικά και εορταστικά εξαρτήματα του ναού προσέδιδαν μια λαμπρότητα στον εκκλησιαστικό χώρο με χαρακτήρα τελείως διαφορετικό σε σχέση με τις εκκλησίες της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας.
Αρχιτεκτονική. Οι αρχιτεκτονικές μορφές που απαντώνται στα Ε. παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές από τις αντίστοιχες της υπόλοιπης Ελλάδας και τέτοιες ιδιοτυπίες που καθιστούν αναγκαία τη διατύπωση του όρου επτανησιακή αρχιτεκτονική, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν κοινά σημεία και σχέσεις. Οι λόγοι των διαφορών, τόσο στην τυπολογία των αρχιτεκτονικών έργων των Ε. όσο και στη μορφολογική τους έκφραση, είναι κυρίως ιστορικοί. Ήδη από τον 12o αι., πριν από την Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους, τα Ε. κατελήφθησαν από τους Φράγκους αρχικά και από τους Βενετούς αργότερα, με αποτέλεσμα την αποσύνδεσή τους για επτά αιώνες από την υπόλοιπη Ελλάδα, υπό την κυριαρχία κατακτητών με τελείως διαφορετικές παραδόσεις και καλλιτεχνικές αντιλήψεις από τις αντίστοιχες των κατοίκων αλλά και των κατακτητών της ηπειρωτικής Ελλάδας. Συνεπώς, η βυζαντινή αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική παράδοση διακόπηκε πολύ νωρίς και μαζί με τις θρησκευτικής και οικονομικής μορφής πιέσεις που ασκούνταν στους κατοίκους, μεταφυτεύτηκαν εκεί οι δυτικές μορφές και τα νησιά ακολούθησαν πλέον τη δυτικοευρωπαϊκή ιστορική και καλλιτεχνική πορεία, ζώντας και αφομοιώνοντας –με τον δικό τους τρόπο– την Αναγέννηση και το μπαρόκ. Συγχρόνως, η έντονα ελληνική συνείδηση των κατοίκων και ο ρόλος τους ως καταφυγίου των υπόλοιπων καταδιωκόμενων Ελλήνων συντήρησε τις βαθύτερες ελληνικές παραδόσεις και αντιλήψεις, θρησκευτικές και καλλιτεχνικές, έτσι ώστε στις δυτικές μορφές να είναι φανερή –για τον έμπειρο θεατή– η επιρροή τους.
Τα Ε., αν και αποτελούν γεωγραφική και ιστορική ενότητα, δεν έχουν όλα στον ίδιο βαθμό επηρεαστεί από τη Δύση. Τα τρία μεγαλύτερα νησιά –Κεφαλονιά, Κέρκυρα, Ζάκυνθος– παρουσιάζουν μεγαλύτερη επίδραση απ’ ό,τι η Λευκάδα και τα Κύθηρα· στην Κέρκυρα πάλι, η δυτική παρουσία είναι περισσότερο έντονη απ’ ό,τι στην Κεφαλονιά και στη Ζάκυνθο, τουλάχιστον όσον αφορά τις πρωτεύουσες των νησιών.
Από αρχιτεκτονική άποψη, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάπτυξη της αρχοντικής κατοικίας, τόσο με τη μορφή του κλειστού αρχοντικού των πόλεων, με τρεις ή και περισσότερους ορόφους, όσο και με τη μορφή του ανοιχτού και εκτεταμένου συγκροτήματος που συνήθως κατασκευάζεται στα κτήματα των ευγενών, έχοντας για προορισμό την αναψυχή των ιδιοκτητών και τη συγκέντρωση γύρω του όλων των βοηθητικών κτισμάτων, των απαραίτητων στην καλλιέργεια και εκμετάλλευση του κτήματος, σύμφωνα με το πρότυπο που επικρατούσε στη Βενετία από τον Μεσαίωνα.
Η λαϊκή κατοικία παρουσιάζει ανάλογο ενδιαφέρον και είναι αξιοσημείωτη η επιρροή της επίσημης αρχιτεκτονικής στις μορφές και στους τύπους που χρησιμοποιεί. Χαρακτηριστικά της είναι οι συμμετρικές κατόψεις με κεντρικό στοιχείο τη σάλα, οι ανοιχτές στοές –προαιώνιο χαρακτηριστικό κάθε ελληνικής αρχιτεκτονικής– και τα δυτικά μορφολογικά στοιχεία των όψεων, που, ωστόσο, έχουν χάσει πια το μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο μέρος της δυτικής τους προέλευσης και έχουν ελεύθερα ερμηνευτεί και μεταπλαστεί σύμφωνα με τις αντιλήψεις των λαϊκών τεχνιτών.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η διαφορά των ναοδομικών τύπων που απαντώνται στα Ε.· ο τύπος που προτιμάται κυρίως είναι η μονόκλιτη ξυλόστεγη βασιλική. Υπάρχουν ακόμα ορισμένα παραδείγματα τρίκλιτων βασιλικών, ενώ απουσιάζουν οι μεταβυζαντινοί ναοδομικοί τύποι που κυριαρχούν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τα ελάχιστα βυζαντινά μνημεία που σώζονται στα Ε., ερειπωμένα τα περισσότερα, μαρτυρούν απλώς την απότομη διακοπή της συνέχειας της παράδοσης. Εξαίρεση σε αυτό αποτελούν τα Κύθηρα, όπου η βυζαντινή αρχιτεκτονική παράδοση για ιστορικούς λόγους έχει διατηρηθεί και οι μεταβυζαντινοί ναοδομικοί τύποι είναι συχνότεροι και προτιμούνται ιδιαίτερα.
Η μονόκλιτη επτανησιακή βασιλική αποτελείται από τον γυναικωνίτη, απομονωμένο από τον κυρίως ναό με διάτρητο, συνήθως ξύλινο χώρισμα, τον κυρίως ναό και το ιερό. Ο ναός διακρίνεται για την αυστηρή συμμετρική του διαμόρφωση, τις επίπεδες όψεις και την πλούσια διακόσμηση, τόσο εξωτερικά με τα πλούσια γλυπτά θυρώματα και τα περίπλοκα σιδερένια κιγκλιδώματα όσο και στο εσωτερικό του, όπου όλες οι επιφάνειες –τοίχοι, οροφή, τέμπλο– είναι κατάφορτες από ξυλόγλυπτες επιχρυσωμένες διακοσμήσεις και ένα πλήθος εικόνων και οι πολυέλαιοι, τα μανουάλια, τα επιβλητικά προσκυνητάρια προσδίδουν τη χαρακτηριστική χαρούμενη ατμόσφαιρα του επτανησιακού ναού.
Αξιολογότατη κατηγορία αρχιτεκτονικών έργων στα Ε. αποτελούν τα καμπαναριά, αναπόσπαστο μέρος κάθε εκκλησίας. Διαμορφώνονται είτε ως ψηλά τοιχώματα, στα οποία δημιουργούνται τα απαραίτητα ανοίγματα για να αναρτηθούν οι καμπάνες, είτε ως πύργοι, με τετραγωνική κάτοψη και μεγάλο ύψος, παρά τους καταστρεπτικούς σεισμούς από τους οποίους υποφέρουν όλα τα νησιά, εκτός από την Κέρκυρα. Άλλωστε, οι πύργοι αυτοί αποτελούν δείγματα αξιόλογης κατασκευαστικής εμπειρίας και τόλμης και σώζονται πολλοί μέχρι σήμερα.
Η μικρότερη σχετικά δυτική επίδραση παρατηρείται στα μοναστήρια, η λειτουργική και αρχιτεκτονική συγκρότηση των οποίων ακολουθεί κατά κανόνα το βυζαντινό τυπικό, που εκφράζεται με το κλειστό σχήμα και το ελεύθερα τοποθετημένο στη μέση της αυλής καθολικό.
Η επτανησιακή αρχιτεκτονική, από όλη την αναμφισβήτητα έντονη δυτική επίδραση που παρουσιάζει, διατηρεί εξίσου έντονα και ορισμένα βασικά ελληνικά χαρακτηριστικά, όπως η σωστή κλίμακα των έργων της, τελείως διαφορετική από την κλίμακα των προτύπων που την έχουν επηρεάσει, και η κατά έναν νέο, πρωτότυπο τρόπο χρησιμοποίηση των επί μέρους μορφών, που συνθέτουν έτσι και την ελληνική απάντηση στα προβλήματα που έθεσε η Αναγέννηση και το μπαρόκ.
Λαϊκή τέχνη. Στα Ε., σχεδόν αμέσως μετά την κατάληψή τους από τη Βενετία, εμφανίστηκαν οι συντεχνίες, η οργάνωση των οποίων διέφερε σαφώς από την αντίστοιχη των συντεχνιών της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, τα σινάφιαισνάφια. Στα Ε. οι συντεχνίες ήταν κλαδικές, οργανωμένες με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Μέλη της συντεχνίας αποτελούσαν οι τεχνίτες, οι βοηθοί και τα παιδιά· η συντεχνία ονομαζόταν σκόλα, άρτεφράγια και είχε αρχηγό και πρόεδρό της τον Πρώτο, που εκλεγόταν με ψηφοφορία στην εκκλησία του προστάτη αγίου της συντεχνίας. Από τα στοιχεία που διασώθηκαν είναι γνωστή η ύπαρξη πλήθους συντεχνιών, όπως των κτιστών, των κεραμέων, των σιδηρουργών, των ξυλουργών κλπ., ενώ είναι φανερός και ο ρόλος που διαδραμάτισαν στη δημιουργία έμπειρων και ικανών τεχνιτών από τη μία μεριά και στην εδραίωση ισχυρής καλλιτεχνικής παράδοσης από την άλλη. Εξάλλου, το υψηλό οικονομικό επίπεδο των ευγενών και των αστών προσέλκυσε στα Ε. άξιους τεχνίτες από την ηπειρωτική Ελλάδα, με τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων την πληθώρα και την υψηλή ποιότητα των καλλιτεχνικών έργων τόσο της επίσημης όσο και της λαϊκής τέχνης. Βέβαια, η διαφορά του ύψους των έργων των Ε. από εκείνα της υπόλοιπης Ελλάδας δημιουργεί εκ πρώτης όψεως κάποια επιφύλαξη ως προς τη χρήση του όρου λαϊκός. Όμως, προσεκτικότερη εξέταση των πραγμάτων πείθει πως πρόκειται αναμφισβήτητα για έργα λαϊκά που διαφέρουν απλώς στο ύφος και στο πνεύμα.
Στα έργα λαϊκής τέχνης που συναντά κανείς στα Ε. –εκτός από αυτά της αρχιτεκτονικής– πρέπει να καταταγούν κυρίως τα ξυλόγλυπτα, όπως είναι τα τέμπλα, οι ουρανίες, οι καθέδρες, τα παγκάρια, οι κασέλες κλπ., τα έργα και τα αντικείμενα χρυσοχοΐας και αργυρογλυπτικής –ευαγγέλια, δίσκοι εκκλησιών, πουκάμισα ιερών εικόνων, καντήλια– με επιστέγασμα την ασημένια λάρνακα του Αγίου Διονυσίου της Ζακύνθου, το καλύτερο έργο του Ηπειρώτη Γεωργίου Διαμάντη Μπάφα, ένα έργο που αναμφισβήτητα τοποθετείται πια στη σφαίρα της υψηλής τέχνης.
Αξιόλογα είναι τα έργα των λιθοξόων, τα οποία δεν περιορίστηκαν στα λαξευτά αρχιτεκτονικά μέλη, αλλά επεξεργάστηκαν και είδη διακοσμητικά, όπως πέτρινες λαξευτές γλάστρες, καθώς και είδη οικιακής χρήσης, όπως τα πέτρινα γουδιά, τα μουρτάρια.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα σιδερένια κιγκλιδώματα των παραθύρων των ναών με τα λεπτά και πολύπλοκα σχέδιά τους και οι ωραιότατοι σιδερένιοι σταυροί των τάφων.
Στα Ε. κατασκευάστηκε μεγάλος αριθμός ειδών αγγειοπλαστικής για οικιακή κυρίως χρήση, όπως στάμνες (βίκες), λύχνοι, πιθάρια, καρομπότες κλπ. Τέλος, αξιόλογα είναι τα διάφορα γυναικεία χειροτεχνήματα, όπως κουβέρτες υφαντές ή πλεγμένες με βελονάκι, κεντήματα, δαντέλες, κοπανέλια κλπ.
Μουσική. Κύριο χαρακτηριστικό της μουσικής στα Ε. είναι αφενός η βαθιά επίδραση που άσκησε η μακρόχρονη ενετική κατοχή όχι μόνο στη μουσική σκέψη των Επτανήσιων συνθετών αλλά και γενικότερα στην οργάνωση της επτανησιακής μουσικής ζωής και παιδείας, αφετέρου μια έντονη ανάγκη επαφής με τον κύριο ελληνικό κορμό διαμέσου ιδιαίτερα της θρησκείας, καθώς και μιας βαθιά ριζωμένης εθνικής συνείδησης, που αργότερα πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή, τόσο από την ολόψυχη συμπαράσταση των Επτανησίων στον ελληνικό απελευθερωτικό Αγώνα όσο και από τους δικούς τους αγώνες για την ένωση. Από αυτό το πρίσμα εξηγείται όχι μόνο η κάπως δυτικότερη απόκλιση που πήραν ορισμένοι νεωτερισμοί της εκκλησιαστικής μουσικής στα Ε. (π.χ. μια τάση συγκερασμού των βυζαντινών ήχων με το αρμονικό σύστημα της Δύσης, η εξευρωπαϊσμένη μελωδικότητα ορισμένων εκκλησιαστικών ύμνων, ιδιαίτερα στη Ζάκυνθο, η χρήση τετραφωνίας δυτικού τύπου κλπ.) αλλά και η μελωδική δομή της επτανησιακής καντάδας, η οποία, έξω από τους συνηθισμένους ρυθμούς και το μουσικό ιδίωμα της Ελλάδας, προσλαμβάνει εδώ τις διαστάσεις σωστού λαϊκού τραγουδιού.
Εκεί, όμως, που η ιταλική επίδραση γίνεται ιδιαίτερα αισθητή είναι ο χώρος της έντεχνης μουσικής, βασικά μελοδραματικής ή τουλάχιστον φωνητικής, που πρωτοεμφανίστηκε μετά το 1830, σε μια εποχή έξαρσης του ρομαντικού πνεύματος σε ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη (χαρακτηριστικά από την άποψη αυτή είναι τα ελληνικής έμπνευσης λιμπρέτα ορισμένων επτανησιακών μελοδραματικών έργων, όπως ο Μάρκος Μπότσαρης του Καρέρ ή ο Υποψήφιος βουλευτής του Ξύνδα), καθώς και μεγάλης άνθησης του μελοδράματος στην Ιταλία, όπου σπούδασαν ή έδρασαν οι περισσότεροι εκπρόσωποι της λεγόμενης Επτανησιακής Μουσικής Σχολής. Αυτοί ήταν οι πρώτοι Έλληνες συνθέτες – όταν την ίδια αυτή εποχή στην υπόλοιπη Ελλάδα κάθε μουσική δραστηριότητα ήταν ανύπαρκτη· και αυτό ακόμα το δημοτικό τραγούδι, ενώ διατηρήθηκε ζωντανό σε ό,τι αφορά τον γραπτό λόγο, στη μουσική έγινε δυσπρόσιτο και απομονώθηκε στην ύπαιθρο, όπου μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα.
Αν και, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, η Επτανησιακή Μουσική Σχολή με πνευματικό οδηγό και πατέρα τον Νικόλαο Μάντζαρο, συνθέτη του Εθνικού Ύμνου, και με κυριότερους εκπροσώπους τους Σπύρο Σαμάρα, Παύλο Καρέρ, Σπυρίδωνα Ξύνδα κ.ά., δεν κατάφερε να αναδείξει και στον μουσικό τομέα προσωπικότητες αντάξιες ενός Σολωμού, ωστόσο δεν έλειψαν οι περιπτώσεις όπου έργα Επτανήσιων συνθετών απασχόλησαν, έστω και πρόσκαιρα, το διεθνές μουσικό κοινό (όπως π.χ. η Flora mirabilis του Σαμάρα). Τα Ε. διαδραμάτισε αναναμφισβήτητα έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στον μουσικοεκπαιδευτικό τομέα και είχαν αξιόλογη μουσική κίνηση, κυρίως σε ό,τι αφορά το μελόδραμα, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμα φορά το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο μέσα στο οποίο έζησαν για αιώνες. Έτσι, στα Ε. λειτούργησαν τα πρώτα ελληνικά λυρικά θέατρα, με παραστάσεις που συχνά σχολιάστηκαν ευνοϊκά στα μεγαλύτερα μουσικά κέντρα της Ιταλίας (το Teatro San Giacomo της Κέρκυρας λειτουργούσε ως λυρικό θέατρο ήδη από τον 18o αι., ενώ μεγάλη δράση ανέπτυξαν το Teatro dei Filopatrii της Ζακύνθου και ο Κέφαλος της Κεφαλονιάς, που ιδρύθηκαν αντίστοιχα το 1813 και το 1859)· στα Ε. ιδρύθηκαν τα πρώτα ελληνικά μουσικά συγκροτήματα –φιλαρμονικές, χορωδίες, μαντολινάτες– τα οποία, από την εποχή ήδη του Όθωνα, τροφοδότησαν και εξακολουθούν να τροφοδοτούν με έμψυχο υλικό (κυρίως εκτελεστές πνευστών οργάνων) τις συμφωνικές ορχήστρες και τα κάθε λογής οργανικά συγκροτήματα στην κεντρική Ελλάδα· στα Ε., τέλος, ιδρύθηκαν οι πρώτες μουσικές σχολές, τα Ωδεία, όπου μορφώθηκαν οι πρώτοι Έλληνες επαγγελματίες μουσικοί και λειτουργούσαν κυρίως ως εκπαιδευτικά παραρτήματα άλλων μουσικών ή χορωδιακών συγκροτημάτων, όπως για παράδειγμα ο Φιλαρμονικός Σύλλογος Ζακύνθου, που ιδρύθηκε το 1816, και η Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας, γνωστή ως Παλαιά Φιλαρμονική, που ιδρύθηκε το 1840 και όπου δίδαξε έως το τέλος της ζωής του ο Ν. Μάντζαρος, συγκαταλέγοντας μεταξύ των μαθητών του τους Αντώνιο (1814-1842) και Ιωσήφ (1820-1899) Λιβεράλη, Σπυρίδωνα Ξύνδα, Εντουάρ Λαμπελέτ (1820-1903), Ντομένικο Παντοβά (1817-1892), Ιωσήφ (1845-1923) και Σπυρίδωνα (1857-1946) Καίσαρη, Διονύσιο Ροδοθεάτο (1849-1892) κ.ά.
Ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο προσκυνητάρι από το καθολικό της μονής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στη Ζάκυνθο. Η ξυλογλυπτική υπήρξε ένας από τους πιο γόνιμους τομείς της λαϊκής τέχνης στα Επτάνησα και συνεχίζεται έως τις ημέρες μας από λαϊκούς πάντοτε καλλιτέχνες.
Ένα από τα ωραιότερα αρχοντικά της Κέρκυρας, χαρακτηριστικό της κερκυραϊκής αρχιτεκτονικής με φανερή τη βενετσιάνικη επίδραση.
Λαϊκό κερκυραϊκό καμπαναριό από τη μονή των Βλαχερνών. Οι καμπύλες γραμμές του αετώματος έχουν προφανή καταγωγή από το μπαρόκ· το ασβεστωμένο όμως και πολύχρωμο καμπαναριό είναι τυπικά νησιώτικο ελληνικό έργο.
Καμπαναριό σε οικισμό της Κεφαλονιάς, ένα από τα ελάχιστα που σώθηκαν στο νησί από τους σεισμούς του 1953.
Ο ναός της Κυρίας των Αγγέλων του 17ου αι. στη Ζάκυνθο, όπως αναστηλώθηκε το 1953.
Το τέμπλο της Αγίας Παρασκευής, στο Μεσοβούνι της Κεφαλονιάς.
Το «Αχίλλειον» στην Κέρκυρα (φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη της Ζακύνθου· διακρίνεται η εκκλησία του Αγίου Διονυσίου (φωτ. ΑΠΕ).
Η Αγία Κυριακή στη Λευκάδα.
Άποψη των Παξών.
Ρωμαϊκοί αμφορείς του 1ου αι. π.Χ. από ναυάγιο στην περιοχή της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης (φωτ. ΑΠΕ).
Χειρόγραφη προκήρυξη σε περγαμηνή του δόγη της Βενετίας Φρανσίσκο Ερίκιο σε απάντηση αίτησης των επιτρόπων της εβραϊκής κοινότητας της Κέρκυρας να τους προστατεύσει από το ξέσπασμα βανδαλισμών και βίας εναντίον τους με ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 1642. Επίσης, υπάρχουν πρόσθετα εδάφια που φτάνουν χρονολογικά μέχρι το 1724 (φωτ. ΑΠΕ).
Άγαλμα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη στη Λευκάδα.
Στην πόλη της Κέρκυρας η στενότητα του χώρου έχει οδηγήσει στην κατασκευή πολυώροφων σπιτιών και στην καθιέρωση του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας, ο οποίος εφαρμοζόταν στα Επτάνησα πολύ πριν εισαχθεί στη νεότερη Ελλάδα (φωτ. Ν. Κοντού).
H παραλία του Μύρτου στην Κεφαλονιά
ΕΠΤΑΝΗΣΑ έκταση σε τ. χλμ. Κέρκυρα 592,08 Οθωνοί 0,08 Ερεικούσα Μαθράκι Παξοί 25,32 Λευκάδα 302,51 Μεγανήσι ή Τάφος 19,85 Κάλαμος 24,88 Καστός 7,00 Αρκούδι 4,60 Άτοκος 5,00 Κεφαλονιά 781,19 Ιθάκη 96,22 Ζάκυνθος 402,08 Κύθηρα 278,00 Αντικύθηρα 20,04
ΕΠΤΑΝΗΣΑ YΨΗΛΟΤΕΡΕΣ ΚΟΡΥΦΕΣ Αίνος (Κεφαλονιά) 1.628 μ. Σταυρωτά (Λευκάδα) 1.158 μ. Παντοκράτορας (Κέρκυρα) 906 μ. Νήριτο ή Ανωγή (Ιθάκη) 806 μ. Βραχίωνας (Ζάκυνθος) 756 μ. Μυρμηγκάρι (Κύθηρα) 506 μ.
Άποψη γραφικής παραλίας στη Λεύκη Ιθάκης.
Dictionary of Greek. 2013.